Δημοσιεύθηκε η υπ’ αρ. 514/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου  (Β1 Τμήμα) που αφορά το θέμα των συμβάσεων μαθητείας.

Η εν λόγω απόφαση επικυρώνει την κρίση του Εφετείου, σύμφωνα με την οποία, οι επί χρόνια ανανεούμενες συμβάσεις 18μηνης διάρκειας προς απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, αποτελούν γνήσιες συμβάσεις μαθητείας για τις οποίες δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές κλπ.

Μεταξύ άλλων ο Αρειος Πάγος δέχεται ότι, το διαφορετικό καθεστώς, δεν προσκρούει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης, καθόσον αυτή “προϋποθέτει, εκτός των άλλων, και παροχή εργασίας υπό το αυτό νομικό καθεστώς, πράγμα που δεν συνέβαινε στην προκειμένη περίπτωση, αφού, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, οι ενάγοντες αφενός μεν είχαν προσληφθεί με συμβάσεις προς απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος του ΟΑΕΔ, γνωρίζοντας ότι θα απασχολούνταν για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών του φορέα απασχόλησής τους, αφετέρου δε η πρόσληψη αυτών έλαβε χώρα, χωρίς να τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία για την πρόσληψη προσωπικού.”.

Επομένως, το Ανώτατο Ακυρωτικό δικαστήριο, παρά το ότι επαναλαμβάνει την κρίση ότι οι εν λόγω εργαζόμενοι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες (όπως κρίθηκε από το Εφετείο), παρά το ότι επαναλαμβάνει την πάγια νομολογία του σύμφωνα με την οποία τα δικαστήρια είναι κυριαρχικά αρμόδια να χαρακτηρίσουν νομικά την πραγματική φύση της σύμβασης, καταλήγει στο ότι ο χαρακτηρισμός της σύμβασης από τα μέρη ως σύμβασης για απόκτηση εργασιακής εμπειρίας και η μη τήρηση της νομικά προβλεπόμενης διαδικασίας προσλήψεων στο δημόσιο είναι τα εμπόδια εκείνα τα οποία καθιστούν ανεφάρμοστη την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

Άλλωστε, όπως αναφέρεται στο σώμα της απόφασης “οι ενάγοντες αφενός μεν είχαν προσληφθεί με συμβάσεις προς απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος του ΟΑΕΔ, γνωρίζοντας ότι θα απασχολούνταν για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών του φορέα απασχόλησής τους“…

Παραθέτουμε κρίσιμα πεδία της απόφασης (ο τονισμός δικός μας):

“…Οι ενάγοντες (συν.69) εξέθεσαν, μεταξύ άλλων, ότι δυνάμει συμβάσεων δεκαοκτάμηνης διάρκειας, που καταρτίσθηκαν μεταξύ αυτών και του εναγομένου, νπδδ, Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), κατά τις αναφερόμενες ημερομηνίες των ετών 2004 έως και 2007, απασχολήθηκαν σε υπηρεσίες του τελευταίου, στο πλαίσιο ειδικού προγράμματος για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, με τις ειδικότητες που αναφέρονται στην αγωγή. Ότι οι αρχικές συμβάσεις τους παρατάθηκαν διαδοχικά, με ανανεούμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου, μέχρι τις αναφερόμενες ημερομηνίες των ετών 2009 και 2010. Ότι, οι ως άνω συμβάσεις τους στην πραγματικότητα δεν αφορούσαν την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ούτε συνιστούσαν γνήσιες συμβάσεις μαθητείας όπως καταρτίστηκαν αλλά έφεραν τα χαρακτηριστικά για καθένα απ’ αυτούς της μιας και ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου δεδομένου ότι κατά το ένδικο χρονικό διάστημα προσέφεραν εξαρτημένη εργασία και εξυπηρετούσαν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους καταβάλει τα αναφερόμενα ποσά, με το νόμιμο τόκο κατά τις εκεί διακρίσεις, που αντιστοιχούν στις διαφορές μεταξύ αφενός των μεγαλύτερων αποδοχών για μισθούς και επιδόματα εορτών και άδειας, που έπρεπε να είχε καταβάλει για το χρονικό διάστημα της απασχόλησής τους, σύμφωνα με τις αντιστοίχως ισχύουσες διατάξεις του μισθολογίου των υπαλλήλων της δημόσιας διοίκησης και αφετέρου των αποδοχών που πράγματι τους κατέβαλε, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης μαθητείας που είχαν καταρτίσει. Τις αποδοχές αυτές ζήτησαν με βάση τη σύμβαση εργασίας και τις αρχές της ίσης μεταχείρισης, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, άλλως κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού…..

Το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη ως άνω 4175/2017 απόφασή του, έκρινε ότι οι συμβάσεις, που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, από το μήνα Νοέμβριο του έτους 2004 και επέκεινα κατά τους εκεί (αγωγή) ειδικότερα αναφερόμενους χρόνους ως συμβάσεις απόκτησης εργασιακής εμπειρίας στα πλαίσια σχετικού προγράμματος του εναγομένου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20 του ν. 2639/1998, αποτελούν, γνήσιες συμβάσεις μαθητείας, για τις οποίες δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση και για τις οποίες δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές κλπ, οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας, που δεν αποτελεί προέχον στοιχείο στη γνήσια σύμβαση μαθητείας. Ότι τα σχετικά θέματα των ενδίκων συμβάσεων ρυθμίζονται από τις, κατ’ εξουσιοδότηση του ανωτέρω άρθρου 20 του ν. 2639/1998, εκδοθείσες Υπουργικές Αποφάσεις και επομένως οι ενάγοντες (συνδεόμενοι με το εναγόμενο με γνήσια σύμβαση μαθητείας και όχι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας) δεν δικαιούνται αποδοχές επιπλέον εκείνων που καθορίστηκαν με τη σύμβαση μαθητείας και τις αντίστοιχες ειδικές διατάξεις, όπως ζητούν, με την ως άνω βάση, εκ της συμβάσεως εργασίας, της αγωγής τους. Ότι, εξάλλου, οι επίδικες συμβάσεις έχουν καταρτισθεί υπό την ισχύ των διατάξεων των άρθρων 103 του Συντάγματος και 21 του ν. 2190/1994 και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης, ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ακόμη και στην περίπτωση που κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, διότι το εναγόμενο ΝΠΔΔ, στο οποίο προσέφεραν τις υπηρεσίες τους οι ενάγοντες, ως εμπίπτον στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω νόμου, δεν έχει πλέον τη νομική δυνατότητα να συνάπτει συμβάσεις αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων του νόμου αυτού και συγκεκριμένα κατά παρέκκλιση της θεσπιζόμενης από το νόμο αξιοκρατικής διαδικασίας επιλογής προσωπικού από την ανεξάρτητη αρχή του ΑΣΕΠ ούτε είναι δυνατή η εφαρμογή σ’ αυτές της διάταξης του άρθρου 8 του ν.2112/1920. Ότι, ακόμη, οι εν λόγω συμβάσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν, ούτε κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις αορίστου χρόνου, καθόσον έχουν συναφθεί μετά την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004 (19-7-2004), το οποίο, κατά ρητή επιταγή του, δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις μαθητείας και με το οποίο προσαρμόσθηκε η ελληνική νομοθεσία προς την Κοινοτική Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της ΕΕ, προβλέπει δε στο άρθρο 11 αυτού συγκεκριμένες προϋποθέσεις για τη μετατροπή σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, περίσταση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Ότι, συνεπώς, οι ενάγοντες δεν δικαιούνται, τις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, αφού δεν συνδέονταν με το εναγόμενο με έγκυρες συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, αλλά μόνον εκείνες που καθορίστηκαν με τις καταρτισθείσες συμβάσεις μαθητείας και τις συναφείς ειδικές διατάξεις…….

Με την κρίση αυτή, το Εφετείο, απορρίπτοντας ως μη νόμιμη την αγωγή κατά την κυρία βάση της, ορθώς ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648 επ. ΑΚ, 21 του ν. 2190/1994, 20 παρ.1 και 15 του ν. 2639/1998, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, με βάση τα στην αγωγή εκτιθέμενα, δεν μπορεί να υπάρξει έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφού αυτό προσκρούει στις εν λόγω διατάξεις, ακόμη και αν οι ενάγοντες εξυπηρετούσαν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου ώστε να δικαιούνται τα ένδικα ποσά με βάση σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ούτε, επίσης, παραβίασε με τη μη εφαρμογή τους τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 3 του ν.2112/1920 που δεν ήταν εφαρμοστέες και τις ρυθμίσεις της 1999/70/ΕΚ Οδηγίας, οι οποίες αφενός μεν δεν επιβάλλουν, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων, το χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό, αφετέρου δε τα προς εφαρμογή της Οδηγίας προβλεπόμενα δικαιώματα του μισθωτού και οι προβλεπόμενες κυρώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 7 του π.δ. 164/2004, είναι επαρκή για την αποτελεσματική προστασία των απασχολουμένων με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου μισθωτών, που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, σε κάθε δε περίπτωση, από το ρυθμιστικό πεδίο της Οδηγίας, σύμφωνα με τη ρήτρα 2 αυτής και το άρθρο 2 του π.δ. 164/2004, εκφεύγουν οι συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ανέργων, υποστηριζόμενου από τον ΟΑΕΔ, όπως στην προκειμένη περίπτωση…

Περαιτέρω, το Εφετείο, απορρίπτοντας την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς τη βάση της για παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 22 παρ.1 του Συντάγματος, καθόσον αυτή προϋποθέτει, εκτός των άλλων, και παροχή εργασίας υπό το αυτό νομικό καθεστώς, πράγμα που δεν συνέβαινε στην προκειμένη περίπτωση, αφού, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, οι ενάγοντες αφενός μεν είχαν προσληφθεί με συμβάσεις προς απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος του ΟΑΕΔ, γνωρίζοντας ότι θα απασχολούνταν για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών του φορέα απασχόλησής τους, αφετέρου δε η πρόσληψη αυτών έλαβε χώρα, χωρίς να τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία για την πρόσληψη προσωπικού, είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή υπό τον έλεγχο της ανεξάρτητης αρχής.».

 

© 2020 Brofa & Partners Developed by Sugarweb

logo-footer